αδιαβάθμιστος

αδιαβάθμιστος
-η, -ο [διαβαθμίζω]
1. αυτός που δεν διαβαθμίστηκε, που δεν τάχθηκε κατά σειρά βαθμού ή σε ορισμένη βαθμίδα ή κατηγορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”